- ἀπερίστατον
- ἀπερίστατοςnot stood aroundmasc/fem acc sgἀπερίστατοςnot stood aroundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απερίστατος — ἀπερίστατος, ον (AM) [περιίστημι] 1. (γενικά) αυτός γύρω από τον οποίο δεν στέκεται κανένας 2. αυτός που δεν έχει ανάγκη να φρουρείται, ασφαλής 3. μονήρης, μόνος, έρημος μσν. ανυπεράσπιστος αρχ. 1. (για τραύμα) χωρίς επιπλοκές 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek